- εξέλεγξη
- ηλεπτομερής και ακριβής έλεγχος, εξακρίβωση διαχείρισης, επαλήθευση: Εξέλεγξη των βιβλίων εταιρείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξέλεγξη — η [εξελέγχω] λεπτομερής έλεγχος, εξακρίβωση … Dictionary of Greek
ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξηι — ἐξελέγξῃ , ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγξῃ , ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγξῃ , ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελεγκτικός — ή, ό ο χρήσιμος για εξέλεγξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
Στηλιτικά — Πολιτικές ανωμαλίες στην Ελλάδα, που συνέβηκαν κατά την ΣΤ’ βουλευτική περίοδο (Μάρτιος 1875). Η κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη, κινδυνεύοντας να ανατραπεί κοινοβουλευτικά τον Νοέμβριο του 1874, ψήφισε τον προϋπολογισμό και κήρυξε τη λήξη της συνόδου με… … Dictionary of Greek
εξελεγκτικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξέλεγξη (βλ. λ.), που έχει τη συνήθεια να εξελέγχει, που γίνεται για έλεγχο, ελεγκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)